- ἀκορέστου
- ἀκόρεστοςinsatiatemasc/fem/neut gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμοβαθμίδα — Η βαθμίδα της θερμοκρασίας του ατμοσφαιρικού αέρα, δηλαδή η μεταβολή της θερμοκρασίας μιας μάζας αέρα ανά μονάδα μήκους. Η θ. θεωρείται ως άνυσμα κάθετο στις ισόθερμες και με φορά από τις υψηλές προς τις χαμηλές θερμοκρασίες. Διακρίνονται οι εξής … Dictionary of Greek
ελαϊκός — ή, ό (Α ἐλαϊκός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται στο δέντρο ελιά ή προέρχεται από λάδια 2. «ελαϊκό οξύ» ονομασία ενός ακόρεστου οξέος 3. (φαρμ.) αυτός που παρασκευάζεται με ελαϊκό οξύ («ελαϊκός μόλυβδος») αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από λάδι… … Dictionary of Greek
μυκονικός — η, ό φρ. «μυκονικό οξύ» χημ. ονομασία ενός ακόρεστου δικαρβονικού οξέος που λαμβάνεται από το διβρωμοαδιπικό οξύ ύστερα από κατεργασία με αλκάλια … Dictionary of Greek
αγγελικό οξύ — Εμπειρική ονομασία του ακόρεστου μονοκαρβονικού οξέος με έναν διπλό δεσμό και τύπο CH3CH = C(CH3)COOH, που, σύμφωνα με την ονοματολογία της Γενεύης, λέγεται βουτενικό οξύ. Βρίσκεται ελεύθερο στις ρίζες του φυτού αγγελική η φαρμακευτική και με… … Dictionary of Greek